- καπνιστόν
- καπνιστόςsmokedmasc acc sgκαπνιστόςsmokedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καπνέλαιο — Φυτικό έλαιο που λαμβάνεται από την εκχύλιση αλεσμένων σπερμάτων καπνού, στα οποία περιέχεται σε αναλογία 30 45%. Το κ. είναι εδώδιμο και κατατάσσεται στα ξηραινόμενα έλαια. Μία από τις κύριες χρήσεις του είναι στην παρασκευή ελαιοχρωμάτων,… … Dictionary of Greek
καπνιστός — ή, ό (AM καπνιστός, ή, όν) [καπνίζω] (για κρέατα, ψάρια κ.ά. τρόφιμα) ο συντηρημένος με την επίδραση τού καπνού («καπνιστὰ ἑφθὰ κρέα», Αθήν.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα καπνιστά συντηρημένα κρέατα ή ψάρια με ειδική κατεργασία καπνίσματος… … Dictionary of Greek